φωνηεντικός

φωνηεντικός
-ή, -ό, Ν
1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φωνήεντα («φωνηεντικό σύστημα» — το σύστημα τών φωνηέντων μιας γλώσσας)
2. γλωσσ. αυτός που δηλώνει την παρουσία τουλάχιστον δύο σαφώς προσδιορισμένων ακουστικών συνθετικών, δηλαδή καθαρότητα φωνής, από ακουστική άποψη και ελεύθερη διάβαση τού αέρα. από αρθρωτική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνήεν, -εντος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ιω. Σταματέλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Фонетика —     Лингвистика …   Википедия

  • δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”